-
1 διακεκριμένα
διακρίνωseparate one from another: perf part mp neut nom /voc /acc plδιακεκριμένᾱ, διακρίνωseparate one from another: perf part mp fem nom /voc /acc dualδιακεκριμένᾱ, διακρίνωseparate one from another: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 διακεκριμένας
διακεκριμένᾱς, διακρίνωseparate one from another: perf part mp fem acc plδιακεκριμένᾱς, διακρίνωseparate one from another: perf part mp fem gen sg (doric aeolic) -
3 διακεκριμέναι
διακρίνωseparate one from another: perf part mp fem nom /voc plδιακεκριμένᾱͅ, διακρίνωseparate one from another: perf part mp fem dat sg (doric aeolic) -
4 συγχέω
Aσύγχεᾰς Il.15.366
, but more freq. [dialect] Ep. [tense] aor. συνέχευα, inf. συγχεῦαι, [tense] aor. [voice] Pass. σύγχῠτο:—[tense] aor. [voice] Pass. -εχύθην [ῠ], for which - εχέθην is f.l. in Apollod. 1.7.2, Luc.DMar.9.2:—pour together, commingle, confound, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Il.15.364;τὰ διακεκριμένα Pl. Phlb. 46e
;ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ E.Ba. 349
; σ. τὰς ψήφους mix them up, Is.5.18;τὰ σύμβολα D.21.173
;τὰς τάξεις Plb.1.40.13
; τὰς ὄψεις, of lightning, Poll.1.118:—[voice] Pass.,ἡνία δέ σφι σύγχυτο Il. 16.471
; μεταλλεῖα συγκεχυμένα in confusion, Pl.Lg. 678d;τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν Id.Cra. 388b
.3 confuse, blur,τὰ γράμματα Id.IA37
(anap.), cf. Arist.GA 721b34 ([voice] Pass.), Aud. 801b18 ([voice] Pass.); συγκεχυμένον μέλαν an indistinct black mark, Id.HA 585b34; φωνὴ ς. D.S.1.8; πλαδαρὰ καὶ σ. σάρξ flabby and ill-defined flesh, Theon ap.Gal.6.96; συνεκέχυτο δ' ἔτι τοῦτο was still confused, not yet distinguished, Gal.15.30, cf. 713.II of the mind, confound, trouble,μή μοι σύγχει θυμόν Il.9.612
, cf. 13.808;σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο 24.358
;συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Hdt.7.142
;ὁ βίος δι' ἀπιστίαν συγχυθήσεται Epicur.Sent.Vat.57
: with the person as object,ἄνδρα γε συγχεῦαι Od.8.139
, cf. Hdt.8.99:—[voice] Pass., τί συγχυθεῖσ' ἕστηκας; E.Med. 1005;μὴ ἀθυμείτω τις, ἐὰν συγχέηται Gal.15.584
.2 confound, make of none effect,πολὺν κάματον καὶ ὸϊζὺν σύγχεας Ἀργείων Il.15.366
, cf. 473;τὴν πάρος σ. χάριν S.Tr. 1229
; esp. of contracts, engagements, etc., make of none effect, frustrate, violate,ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν Τρῶες Il.4.269
, cf. Pl.R. 379e, Hp.Jusj., E.Hipp. 1063;τὰ πάντων ἀνθρώπων νόμιμα Hdt.7.136
, cf. Antipho 4.1.2, SIG45.33 (Halic., v B.C.);τὴν πολιτείαν D.24.91
; D 28 (Delph., iv B.C.); , cf. OGI669.18 (Egypt, i A.D.);ξυνουσίαν Luc.
Bis Acc.17:—[voice] Pass.,λέλυται πάντα, συγκέχυται D.25.25
.
См. также в других словарях:
διακεκριμένα — διακρίνω separate one from another perf part mp neut nom/voc/acc pl διακεκριμένᾱ , διακρίνω separate one from another perf part mp fem nom/voc/acc dual διακεκριμένᾱ , διακρίνω separate one from another perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακεκριμένας — διακεκριμένᾱς , διακρίνω separate one from another perf part mp fem acc pl διακεκριμένᾱς , διακρίνω separate one from another perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταμέρεια — Όρος που στη ζωολογία υποδηλώνει εκείνη τη δομή σώματος που αποτελείται από διαδοχικές επαναλαμβανόμενες υποδιαιρέσεις, κατά μήκος του σωματικού άξονα, στις οποίες περιλαμβάνονται τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια όργανα· αυτό το φαινόμενο παρατηρείται… … Dictionary of Greek
ιδιαζόντως — (ΑΜ ἰδιαζόντως) επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο μσν. 1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια 2. διακεκριμένα μσν. αρχ. ξεχωριστά, ανεξάρτητα από... [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων τού ρ. ιδιάζω] … Dictionary of Greek
νευρόπτερα — Τάξη εντόμων που αριθμεί πολυάριθμα είδη σπάνια μικρών διαστάσεων (άνοιγμα πτερύγων 5 χιλιοστά), συχνότερα μέσου ή μεγάλου μεγέθους και ορισμένες φορές πολύ μεγάλου (μερικοί μυρμηκολέοντες έχουν άνοιγμα πτερύγων σχεδόν 17 εκ.). Τα στοματικά… … Dictionary of Greek
σύνολο — Στα μαθηματικά, με τον όρο αυτό εννοούμε «κάθε συλλογή από αντικείμενα καθορισμένα και τελείως διακεκριμένα μεταξύ τους, που τη θεωρούμε ως ένα όλο». Η διατύπωση αυτή οφείλεται στο δημιουργό της θεωρίας των σ. Γκέοργκ Κάντορ (1845 1918). Ο όρος… … Dictionary of Greek
τριθεϊσμός — ο, Ν εκκλ. εσφαλμένη θεολογική αντίληψη, η οποία, στην ερμηνεία τού μυστηρίου τής Αγίας Τριάδας, δέχεται ότι οι τρεις υποστάσεις τού Θεού, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, αποτελούν τρεις χωριστούς θεούς με διακεκριμένα πρόσωπα και… … Dictionary of Greek
υπολογιστής — ο, Ν 1. βοηθός λογιστής 2. (πληροφ.) ο ηλεκτρονικός υπολογιστής 3. ναυτ. τίτλος οικονομικού βαθμοφόρου αντίστοιχος τού αρχικελευστή 4. μτφ. άνθρωπος που σκέπτεται και ενεργεί με ιδιοτέλεια και υστεροβουλία συμφεροντολόγος 5. φρ. α) «ηλεκτρονικός… … Dictionary of Greek
φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… … Dictionary of Greek
φορτίο — Στην αντοχή υλικών σημαίνει το σύνολο των εξωτερικών δυνάμεων που ασκούνται σε ένα κατασκευαστικό σύνολο (δοκός, πλάκα, γέφυρα, στέγη κλπ.). Τα φ. διακρίνονται καταρχήν σε μόνιμα και συμπτωματικά. Τα πρώτα αποτελούνται από το ίδιο το βάρος της… … Dictionary of Greek
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών — (ΕΚΚΕ). Νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με έδρα την Αθήνα, που εποπτεύεται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης. Πρόκειται για τον σημαντικότερο δημόσιο φορέα της κοινωνικής έρευνας στη χώρα μας, ενώ διαθέτει … Dictionary of Greek